επείγομαι — αμτβ., βιάζομαι, είμαι βιαστικός, είμαι αναγκασμένος να σπεύσω: Επείγομαι να αναχωρήσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπείγομαι — ἐπείγω press by weight pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεγκονώ — κατεγκονῶ, έω (Α) (κατά τον Ησύχ.) επείγομαι, βιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐγκονῶ «επείγομαι»] … Dictionary of Greek
επείγει — (ως προσ. ή απρόσ.) επείγουν (ως προσ.) Σημειώσεις: επείγει – επείγομαι : εύχρηστη είναι η λόγια μτχ. επείγων, ουσα, ον ως επίθετο. Το επείγομαι σημαίνει → βιάζομαι (να γίνει κάτι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
подвигатисѧ — ПОДВИ|ГАТИСѦ1 (22), ЖОУСѦ, ЖЕТЬ СѦ гл. 1.Прийти в движение, пошевелиться: волшвениѥ же и потворы и ѡтравлени˫а Мидѧне ѡбрѣтоша и Персѧне… волшвени˫а и призваниѥ бѣсовноѥ… ||…птицѣсмотрьноѥ ѥже ѥсть, ѥгда когда сему ли Ѥгѹптѧне, птици напредъ ли… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… … Dictionary of Greek
διάζομαι — (AM διάζομαι) 1. ετοιμάζω το στημόνι για τον αργαλειό 2. επείγομαι, βιάζομαι αρχ. διευθετώ στον ιστό τον στήμονα, αρχίζω να υφαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + άττομαι (< *άτ ψομαι). Ο τ. διάζομαι σχηματίστηκε αναλογικά προς τα ρήματα σε ζω] … Dictionary of Greek
επείγω — (AM ἐπείγω) 1. απρόσ. επείγει είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει») 2. μέσ. ἐπείγομαι α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.) β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)… … Dictionary of Greek
επειγομένως — ἐπειγομένως (Α) επίρρ. γρήγορα, βιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επειγόμενος, μτχ. τού επείγομαι] … Dictionary of Greek
κατασπέρχω — (Α) 1. αναγκάζω κάποιον να προχωρεί γρήγορα 2. (για άνεμο) πνέω με ορμή 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τo κατασπέρχον υπόθεση που δεν επιδέχεται αναβολή 4. παθ. κατασπέρχομαι επείγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σπέρχω «θέτω σε γρήγορη κίνηση»] … Dictionary of Greek